- ερπητικός
- -ή, -ό [έρπης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρπητα («ερπητική μορφή τού έλκους»)2. αυτός που πάσχει από έρπητα3. φρ. «ερπητική στοματίτιδα» ή «ερπητική φαρυγγίτιδα» — πάθηση τού άκρου τής γλώσσας ή τού φάρυγγα, κατά την οποία αναπτύσσονται φλυκταίνια έρπητος.
Dictionary of Greek. 2013.